πολυεύσπλαχνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυεύσπλαχνος < ελληνιστική
Επίθετο επεξεργασία
πολυεύσπλαχνος, -η, -ο
- που έχει μεγάλη ευσπλαχνία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυεύσπλαχνος
|