πολυειδία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυειδία < αρχαία ελληνική πολυειδία / πολυείδεια < πολυειδής < πολύς + εἶδος (< εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyd-: βλέπω, γνωρίζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυειδία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυειδία
|