πολυγράμματος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυγράμματος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πολυγράμματος, -η, -ο
- που αποτελείται από πολλά γράμματα
- που έχει μελετήσει πολλά πράγματα
- (μεταφορικά) που θέλει να εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του, που θέλει να « κάνει τον έξυπνο »
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυγράμματος
|