πολιτογραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολιτογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολιτογραφώ
Μετοχή
επεξεργασίαπολιτογραφημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πολιτογραφώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολιτογραφημένος
πολιτογραφημένος, -η, -ο