Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτογραφημένος η πολιτογραφημένη το πολιτογραφημένο
      γενική του πολιτογραφημένου της πολιτογραφημένης του πολιτογραφημένου
    αιτιατική τον πολιτογραφημένο την πολιτογραφημένη το πολιτογραφημένο
     κλητική πολιτογραφημένε πολιτογραφημένη πολιτογραφημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτογραφημένοι οι πολιτογραφημένες τα πολιτογραφημένα
      γενική των πολιτογραφημένων των πολιτογραφημένων των πολιτογραφημένων
    αιτιατική τους πολιτογραφημένους τις πολιτογραφημένες τα πολιτογραφημένα
     κλητική πολιτογραφημένοι πολιτογραφημένες πολιτογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιτογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολιτογραφώ

  Μετοχή επεξεργασία

πολιτογραφημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία