naturalisé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- naturalisé < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | naturalisé | naturalisés |
θηλυκό | naturalisée | naturalisées |
naturalisé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | naturalisé | naturalisés |
θηλυκό | naturalisée | naturalisées |
naturalisé (fr)