πολιορκημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολιορκημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου πολιορκώ
Μετοχή
επεξεργασίαπολιορκημένος, -η, -ο
- που έχει πολιορκηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολιορκημένος
πολιορκημένος, -η, -ο