απολιόρκητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολιόρκητος < (ελληνιστική κοινή) ἀπολιόρκητος
Επίθετο
επεξεργασίααπολιόρκητος, -η, -ο
- που δεν έχει πολιορκηθεί ή δεν μπορεί να πολιορκηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απολιόρκητος