ποδηλατοπορία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποδηλατοπορία < *ποδηλατοπόρος + -ία (κατ' αναλογίαν προς άλλες λέξεις σε -πορία: πρωτοπορία, πεζοπορία)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.ði.la.to.poˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δη‐λα‐το‐πο‐ρί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποδηλατοπορία θηλυκό (& ποδηλατοπορεία)
- (νεολογισμός) πορεία της οποίας ο κύριος όγκος αποτελείται από ποδηλάτες με τα ποδήλατά τους (είτε πεζούς είτε εποχούμενους)
- ※ Ποδηλατοπορία ενάντια στον ρατσισμό διοργανώνουν αύριο το απόγευμα από το κέντρο έως τα Πετράλωνα οι ποδηλάτες της Αθήνας. (@tanea.gr)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr