↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εποχούμενος η εποχούμενη το εποχούμενο
      γενική του εποχούμενου της εποχούμενης του εποχούμενου
    αιτιατική τον εποχούμενο την εποχούμενη το εποχούμενο
     κλητική εποχούμενε εποχούμενη εποχούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εποχούμενοι οι εποχούμενες τα εποχούμενα
      γενική των εποχούμενων των εποχούμενων των εποχούμενων
    αιτιατική τους εποχούμενους τις εποχούμενες τα εποχούμενα
     κλητική εποχούμενοι εποχούμενες εποχούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

εποχούμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία