πνιγμοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πνιγμοσύνη < μεσαιωνική ελληνική πνιγμοσύνη[1] < αρχαία ελληνική πνιγμός + -οσύνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
πνιγμοσύνη θηλυκό
- (λόγιο, παρωχημένο) το πνιγηρό αίσθημα και η αναπνευστική δυσκολία που αισθάνεται κάποιος, εξαιτίας ζέστης ή άλλων παραγόντων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πνιγμοσύνη
|
- ↑ πνιγμοσύνη - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)