πνιγούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπνιγούρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) η πνιγηρότητα που αισθάνεται κάποιος, εξαιτίας ζέστης ή άλλων παραγόντων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πνιγούρα
|