πνιγμονή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πνιγμονή < ελληνιστική κοινή πνῑγμονή[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική πνιγμός < πνίγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπνιγμονή θηλυκό
- η ασφυξία που προκαλείται από απόφραξη των αναπνευστικών οδών λόγω στραγγαλισμού ή άλλης αιτίας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πνίγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πνιγμονή
|
- ↑ πνιγμονή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πνιγμονή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πνιγμονή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.