πλουτοπαραγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλουτοπαραγωγικός < πλούτ(ος) + -ο- + παραγωγικός
Επίθετο
επεξεργασίαπλουτοπαραγωγικός, -η, -ο
- που παράγει, που δημιουργεί, που αποφέρει πλούτο, πλουτοφόρος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλουτοπαραγωγικός
|