↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλουτοφόρος η πλουτοφόρος
πλουτοφόρα
το πλουτοφόρο
      γενική του πλουτοφόρου της πλουτοφόρου
πλουτοφόρας
του πλουτοφόρου
    αιτιατική τον πλουτοφόρο την πλουτοφόρο
πλουτοφόρα
το πλουτοφόρο
     κλητική πλουτοφόρε πλουτοφόρε
πλουτοφόρα
πλουτοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλουτοφόροι οι πλουτοφόροι
πλουτοφόρες
τα πλουτοφόρα
      γενική των πλουτοφόρων των πλουτοφόρων των πλουτοφόρων
    αιτιατική τους πλουτοφόρους τις πλουτοφόρους
πλουτοφόρες
τα πλουτοφόρα
     κλητική πλουτοφόροι πλουτοφόροι
πλουτοφόρες
πλουτοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλουτοφόρος < πλούτ(ος) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

πλουτοφόρος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία