πλουτισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλουτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλουτίζω και πλουταίνω
Μετοχή επεξεργασία
πλουτισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πλουτίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλουτισμένος
|
πλουτισμένος, -η, -ο
|