Ετυμολογία

επεξεργασία
πλουταίνω < λείπει η ετυμολογία

πλουταίνω

  1. γίνομαι πλούσιος
  2. κάνω κάποιον πλούσιο

Παροιμίες

επεξεργασία
  • με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  πλούτος

Συνώνυμα

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  πλουτίζω

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία