πλουταίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλουταίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπλουταίνω
Παροιμίες
επεξεργασία- με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλούτος
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλουτίζω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλουταίνω | πλούταινα | θα πλουταίνω | να πλουταίνω | πλουταίνοντας | |
β' ενικ. | πλουταίνεις | πλούταινες | θα πλουταίνεις | να πλουταίνεις | πλούταινε | |
γ' ενικ. | πλουταίνει | πλούταινε | θα πλουταίνει | να πλουταίνει | ||
α' πληθ. | πλουταίνουμε | πλουταίναμε | θα πλουταίνουμε | να πλουταίνουμε | ||
β' πληθ. | πλουταίνετε | πλουταίνατε | θα πλουταίνετε | να πλουταίνετε | πλουταίνετε | |
γ' πληθ. | πλουταίνουν(ε) | πλούταιναν πλουταίναν(ε) |
θα πλουταίνουν(ε) | να πλουταίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλούτυνα | θα πλουτύνω | να πλουτύνω | πλουτύνει | ||
β' ενικ. | πλούτυνες | θα πλουτύνεις | να πλουτύνεις | πλούτυνε | ||
γ' ενικ. | πλούτυνε | θα πλουτύνει | να πλουτύνει | |||
α' πληθ. | πλουτύναμε | θα πλουτύνουμε | να πλουτύνουμε | |||
β' πληθ. | πλουτύνατε | θα πλουτύνετε | να πλουτύνετε | πλουτύνετε | ||
γ' πληθ. | πλούτυναν πλουτύναν(ε) |
θα πλουτύνουν(ε) | να πλουτύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλουτύνει | είχα πλουτύνει | θα έχω πλουτύνει | να έχω πλουτύνει | ||
β' ενικ. | έχεις πλουτύνει | είχες πλουτύνει | θα έχεις πλουτύνει | να έχεις πλουτύνει | ||
γ' ενικ. | έχει πλουτύνει | είχε πλουτύνει | θα έχει πλουτύνει | να έχει πλουτύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλουτύνει | είχαμε πλουτύνει | θα έχουμε πλουτύνει | να έχουμε πλουτύνει | ||
β' πληθ. | έχετε πλουτύνει | είχατε πλουτύνει | θα έχετε πλουτύνει | να έχετε πλουτύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλουτύνει | είχαν πλουτύνει | θα έχουν πλουτύνει | να έχουν πλουτύνει |
|