Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλησιφαής η πλησιφαής το πλησιφαές
      γενική του πλησιφαούς* της πλησιφαούς του πλησιφαούς
    αιτιατική τον πλησιφαή την πλησιφαή το πλησιφαές
     κλητική πλησιφαή(ς) πλησιφαής πλησιφαές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλησιφαείς οι πλησιφαείς τα πλησιφαή
      γενική των πλησιφαών των πλησιφαών των πλησιφαών
    αιτιατική τους πλησιφαείς τις πλησιφαείς τα πλησιφαή
     κλητική πλησιφαείς πλησιφαείς πλησιφαή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλησιφαής < αρχαία ελληνική πλησιφαής < πίμπλημι (θ. πλησ(ι)-) + φαής[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pli.si.faˈis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλη‐σι‐φα‐ής

  Επίθετο επεξεργασία

πλησιφαής, -ης, -ες

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.