Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλευροδεσία οι πλευροδεσίες
      γενική της πλευροδεσίας των πλευροδεσιών
    αιτιατική την πλευροδεσία τις πλευροδεσίες
     κλητική πλευροδεσία πλευροδεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλευροδεσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pleurodesis + -ία < αρχαία ελληνική πλευρόν + δέσις < δέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ple.vro.ðeˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλευ‐ρο‐δε‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλευροδεσία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία