πλευροδεσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλευροδεσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pleurodesis + -ία < αρχαία ελληνική πλευρόν + δέσις < δέω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ple.vro.ðeˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλευ‐ρο‐δε‐σί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλευροδεσία θηλυκό
- (ιατρική) ιατρική διαδικασία συγκόλλησης των δύο πετάλων του υπεζωκότα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- pleurodesis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλευροδεσία