Δείτε επίσης: πλαγιότιτλο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλαγιότιτλος οι πλαγιότιτλοι
      γενική του πλαγιότιτλου
& πλαγιοτίτλου
των πλαγιότιτλων
& πλαγιοτίτλων
    αιτιατική τον πλαγιότιτλο τους πλαγιότιτλους
& πλαγιοτίτλους
     κλητική πλαγιότιτλε πλαγιότιτλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαγιότιτλος < πλάγιος + -ο- + τίτλος
ΔΦΑ : /pla.ʝiˈo.ti.tlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλαγιότιτλος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλαγιότιτλος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία