Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιστοκρατία οι πιστοκρατίες
      γενική της πιστοκρατίας των πιστοκρατιών
    αιτιατική την πιστοκρατία τις πιστοκρατίες
     κλητική πιστοκρατία πιστοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστοκρατία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική fideism < λατινική fides

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιστοκρατία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Fideism στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία