πιστοκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιστοκρατία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική fideism < λατινική fides
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιστοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία, θρησκεία) φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι η πίστη είναι η κύρια πηγή γνώσης ή αλήθειας, ιδίως σε θρησκευτικές πεποιθήσεις, αντί για λογική ή εμπειρική ανάλυση
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Fideism στην αγγλική Βικιπαίδεια