↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετροχημικός η πετροχημική το πετροχημικό
      γενική του πετροχημικού της πετροχημικής του πετροχημικού
    αιτιατική τον πετροχημικό την πετροχημική το πετροχημικό
     κλητική πετροχημικέ πετροχημική πετροχημικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετροχημικοί οι πετροχημικές τα πετροχημικά
      γενική των πετροχημικών των πετροχημικών των πετροχημικών
    αιτιατική τους πετροχημικούς τις πετροχημικές τα πετροχημικά
     κλητική πετροχημικοί πετροχημικές πετροχημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πετροχημικός < πετρέλαιο + χημικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πετροχημικός αρσενικό -ή, -ό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πετροχημικός οι πετροχημικοί
      γενική του πετροχημικού των πετροχημικών
    αιτιατική τον πετροχημικό τους πετροχημικούς
     κλητική πετροχημικέ πετροχημικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πετροχημικός αρσενικό

  • επιστήμονας στον τομέα των πετροχημικών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία