Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πετροχημικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • τα χημικά παράγωγα του πετρελαίου (πλαστικά, συνθετικό καουτσούκ κ.α.)

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πετροχημικά