πετέχια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πετέχια | οι | πετέχιες |
γενική | της | πετέχιας | των | πετεχιών |
αιτιατική | την | πετέχια | τις | πετέχιες |
κλητική | πετέχια | πετέχιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈte.çi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τέ‐χι‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετέχια[2] θηλυκό
- (ιατρική) δερματική κηλίδα που κάνει την εμφάνισή της χωρίς ύπαρξη τραύματος και αποτελεί σύμπτωμα εμφάνισης κάποιων ασθενειών
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Petechia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετέχια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: πετέχια
- ↑ πετέχια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)