περυσινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- περυσινός < αρχαία ελληνική περυσινός < πέρυσι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peruti (πέρυσι) < *per + *ut(i), τοπική ενικού του *wet- (έτος)
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
περυσινός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του περσινός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πέρυσι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περυσινός
|