πέρυσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πέρυσι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πέρυσι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peruti (πέρυσι) < *per + *ut(i), τοπική ενικού του *wet- (έτος)
Επίρρημα
επεξεργασίαπέρυσι (χρονικό επίρρημα)
- το έτος πριν το φετινό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίααντιπροπέρυσι, αντιπροπέρσι, αντιπρόπερσι, παραπρόπερσι | προπέρυσι, προπέρσι, πρόπερσι | πέρυσι, πέρσι | φέτος, εφέτος | του χρόνου | αντίχρονου, αντιχρόνου, παραχρόνου, παράχρονου | σε τρία χρόνια |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπέρυσι