Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προπέρσινος η προπέρσινη το προπέρσινο
      γενική του προπέρσινου της προπέρσινης του προπέρσινου
    αιτιατική τον προπέρσινο την προπέρσινη το προπέρσινο
     κλητική προπέρσινε προπέρσινη προπέρσινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προπέρσινοι οι προπέρσινες τα προπέρσινα
      γενική των προπέρσινων των προπέρσινων των προπέρσινων
    αιτιατική τους προπέρσινους τις προπέρσινες τα προπέρσινα
     κλητική προπέρσινοι προπέρσινες προπέρσινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπέρσινος < ελληνιστική κοινή προπερῠσῐνός[1] < αρχαία ελληνική πρό + περυσινός < πέρυσι

  Επίθετο επεξεργασία

προπέρσινος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. προπερυσινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.