περιτετμημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιτετμημένος < (ελληνιστική κοινή) περιτετμημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου περιτέμνω
Μετοχή
επεξεργασίαπεριτετμημένος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιτετμημένος