περιεμφραγματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιεμφραγματικός < περι- + εμφραγματικός
Επίθετο
επεξεργασίαπεριεμφραγματικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με την περιοχή γύρω από το έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιεμφραγματικός
|