Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμφραγματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμφραγματικ
ός
η
εμφραγματικ
ή
το
εμφραγματικ
ό
γενική
του
εμφραγματικ
ού
της
εμφραγματικ
ής
του
εμφραγματικ
ού
αιτιατική
τον
εμφραγματικ
ό
την
εμφραγματικ
ή
το
εμφραγματικ
ό
κλητική
εμφραγματικ
έ
εμφραγματικ
ή
εμφραγματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμφραγματικ
οί
οι
εμφραγματικ
ές
τα
εμφραγματικ
ά
γενική
των
εμφραγματικ
ών
των
εμφραγματικ
ών
των
εμφραγματικ
ών
αιτιατική
τους
εμφραγματικ
ούς
τις
εμφραγματικ
ές
τα
εμφραγματικ
ά
κλητική
εμφραγματικ
οί
εμφραγματικ
ές
εμφραγματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμφραγματικός
<
έμφραγμα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
εμφραγματικός
(
κυριολεκτικά
,
ιατρική
,
μεταφορικά
) που έχει
σχέση
με
έμφραγμα
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμφραγματικός