περγαμηνοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | περγαμηνοειδής | η | περγαμηνοειδής | το | περγαμηνοειδές |
γενική | του | περγαμηνοειδούς* | της | περγαμηνοειδούς | του | περγαμηνοειδούς |
αιτιατική | τον | περγαμηνοειδή | την | περγαμηνοειδή | το | περγαμηνοειδές |
κλητική | περγαμηνοειδή(ς) | περγαμηνοειδής | περγαμηνοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | περγαμηνοειδείς | οι | περγαμηνοειδείς | τα | περγαμηνοειδή |
γενική | των | περγαμηνοειδών | των | περγαμηνοειδών | των | περγαμηνοειδών |
αιτιατική | τους | περγαμηνοειδείς | τις | περγαμηνοειδείς | τα | περγαμηνοειδή |
κλητική | περγαμηνοειδείς | περγαμηνοειδείς | περγαμηνοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπεργαμηνοειδής
Μεταφράσεις
επεξεργασία περγαμηνοειδής
|