Ετυμολογία

επεξεργασία
πεπλοφόρος < πέπλο + -φόρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ploˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐πλο‐φό‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η πεπλοφόρος το πεπλοφόρο
      γενική του/της πεπλοφόρου του πεπλοφόρου
    αιτιατική τον/την πεπλοφόρο το πεπλοφόρο
     κλητική πεπλοφόρε πεπλοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπλοφόροι τα πεπλοφόρα
      γενική των πεπλοφόρων των πεπλοφόρων
    αιτιατική τους/τις πεπλοφόρους τα πεπλοφόρα
     κλητική πεπλοφόροι πεπλοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πεπλοφόρος, -ος, -ο

  • που φοράει πέπλο
    ※  Άνθρακες αποδείχτηκε ο θησαυρός που κρυβόταν σε μαντρί στη Φυλή και αποκαλύφθηκε την περασμένη εβδομάδα καθώς η πεπλοφόρος κόρη η οποία θεωρήθηκε από κάποιους ως «δίδυμη αδελφή της διάσημης Πεπλοφόρου της Ακρόπολης» δεν είναι παρά ένα κακότεχνο αντίγραφο από τεχνητό λίθο που απέχει πολύ από το κομψό μαρμάρινο άγαλμα το οποίο βρέθηκε στον Ιερό Βράχο.
    Μαίρη Αδαμοπούλου, Η πεπλοφόρος της Φυλής ήταν... μαϊμού!, Τα Νέα, 4 Απριλίου 2012

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεπλοφόρος οι πεπλοφόροι
      γενική της πεπλοφόρου των πεπλοφόρων
    αιτιατική την πεπλοφόρο τις πεπλοφόρους
     κλητική πεπλοφόρε πεπλοφόροι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πεπλοφόρος θηλυκό

  • γυναίκα που φοράει πέπλο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πεπλοφόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)