πεπειραμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεπειραμένος < αρχαία ελληνική πεπειραμένος, μετοχή παρακειμένου του πειράομαι - πειρῶμαι
Μετοχή
επεξεργασίαπεπειραμένος, -η, -ο
- έμπειρος σε κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεπειραμένος