πεπειραμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπεπειραμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πεπειραμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πεπειραμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πεπειραμένος