Δείτε επίσης: πεντηκοντάδραχμον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντηκοντάδραχμο τα πεντηκοντάδραχμα
      γενική του πεντηκοντάδραχμου
πεντηκονταδράχμου
των πεντηκοντάδραχμων
πεντηκονταδράχμων
    αιτιατική το πεντηκοντάδραχμο τα πεντηκοντάδραχμα
     κλητική πεντηκοντάδραχμο πεντηκοντάδραχμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεντηκοντάδραχμο < αρχαία ελληνική πεντηκοντάδραχμον, μορφολογικά πεντήκοντα + -δραχμο (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεντηκοντάδραχμος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pen.di.konˈda.ðɾax.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντη‐κο‐ντά‐δρα‐χμο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεντηκοντάδραχμο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία