Δείτε επίσης: πεντηκοντάδραχμο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πεντηκοντάδραχμον τὰ πεντηκοντάδραχμ
      γενική τοῦ πεντηκονταδράχμου τῶν πεντηκονταδράχμων
      δοτική τῷ πεντηκονταδράχμ τοῖς πεντηκονταδράχμοις
    αιτιατική τὸ πεντηκοντάδραχμον τὰ πεντηκοντάδραχμ
     κλητική ! πεντηκοντάδραχμον πεντηκοντάδραχμ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεντηκονταδράχμω
γεν-δοτ τοῖν  πεντηκονταδράχμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεντηκοντάδραχμον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεντηκοντάδραχμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεντηκοντάδραχμον ουδέτερο