Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πελότα οι πελότες
      γενική της πελότας των (πελοτών)
    αιτιατική την πελότα τις πελότες
     κλητική πελότα πελότες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. πελότα < (άμεσο δάνειο) γαλλική pelote
  2. πελότα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pelota < ισπανική pelota
 
πελότα με καρφίτσες
 
παίζοντας πελότα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πελότα θηλυκό

  1. μικρό στρογγυλό ή τετράγωνο μαξιλαράκι, συνήθως με βάση, που χρησιμοποιείται για να καρφιτσώνουμε τις βελόνες και τις καρφίτσες, ώστε να τις έχουμε πρόχειρες
     συνώνυμα: βελονοθήκη
  2. παιχνίδι ισπανικής προέλευσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία