Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βελονοθήκη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βελονοθήκ
η
οι
βελονοθήκ
ες
γενική
της
βελονοθήκ
ης
των
βελονοθηκ
ών
αιτιατική
τη
βελονοθήκ
η
τις
βελονοθήκ
ες
κλητική
βελονοθήκ
η
βελονοθήκ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
αντίγραφο μιας βελονοθήκης της εποχής των Βίκινγκ
Ετυμολογία
επεξεργασία
βελονοθήκη
<
βελόνα
+
-ο-
+
-θήκη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βελονοθήκη
θηλυκό
μικρή
θήκη
για
βελόνες
, συνήθως φτιαγμένη από μέταλλο ή ύφασμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
πελότα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βελονοθήκη