μαξιλαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαξιλαράκι | τα | μαξιλαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μαξιλαράκι | τα | μαξιλαράκια |
κλητική | μαξιλαράκι | μαξιλαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαξιλαράκι < μαξιλάρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαξιλαράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του: μαξιλάρι, το μικρό μαξιλάρι
- η καρφιτσοθήκη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μαξιλάρι
μαξιλαράκι
|