↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεζοδρομημένος η πεζοδρομημένη το πεζοδρομημένο
      γενική του πεζοδρομημένου της πεζοδρομημένης του πεζοδρομημένου
    αιτιατική τον πεζοδρομημένο την πεζοδρομημένη το πεζοδρομημένο
     κλητική πεζοδρομημένε πεζοδρομημένη πεζοδρομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεζοδρομημένοι οι πεζοδρομημένες τα πεζοδρομημένα
      γενική των πεζοδρομημένων των πεζοδρομημένων των πεζοδρομημένων
    αιτιατική τους πεζοδρομημένους τις πεζοδρομημένες τα πεζοδρομημένα
     κλητική πεζοδρομημένοι πεζοδρομημένες πεζοδρομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πεζοδρομημένος, -η, -ο




  Μεταφράσεις

επεξεργασία