Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεζοδρομημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πεζοδρομημέν
ος
η
πεζοδρομημέν
η
το
πεζοδρομημέν
ο
γενική
του
πεζοδρομημέν
ου
της
πεζοδρομημέν
ης
του
πεζοδρομημέν
ου
αιτιατική
τον
πεζοδρομημέν
ο
την
πεζοδρομημέν
η
το
πεζοδρομημέν
ο
κλητική
πεζοδρομημέν
ε
πεζοδρομημέν
η
πεζοδρομημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πεζοδρομημέν
οι
οι
πεζοδρομημέν
ες
τα
πεζοδρομημέν
α
γενική
των
πεζοδρομημέν
ων
των
πεζοδρομημέν
ων
των
πεζοδρομημέν
ων
αιτιατική
τους
πεζοδρομημέν
ους
τις
πεζοδρομημέν
ες
τα
πεζοδρομημέν
α
κλητική
πεζοδρομημέν
οι
πεζοδρομημέν
ες
πεζοδρομημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πεζοδρομημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πεζοδρομώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεζοδρομημένος