πεζοδρομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζοδρομώ < πεζόδρομος < μεσαιωνική ελληνική πεζοδρόμος < αρχαία ελληνική πεζός + δρόμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.zo.ðɾoˈmo/
Ρήμα
επεξεργασίαπεζοδρομώ (παθητική φωνή: πεζοδρομούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- πεζοδρόμηση
- → δείτε τις λέξεις πεζόδρομος, πεζός και δρόμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πεζοδρομώ | πεζοδρομούσα | θα πεζοδρομώ | να πεζοδρομώ | πεζοδρομώντας | |
β' ενικ. | πεζοδρομείς | πεζοδρομούσες | θα πεζοδρομείς | να πεζοδρομείς | (πεζοδρόμει) | |
γ' ενικ. | πεζοδρομεί | πεζοδρομούσε | θα πεζοδρομεί | να πεζοδρομεί | ||
α' πληθ. | πεζοδρομούμε | πεζοδρομούσαμε | θα πεζοδρομούμε | να πεζοδρομούμε | ||
β' πληθ. | πεζοδρομείτε | πεζοδρομούσατε | θα πεζοδρομείτε | να πεζοδρομείτε | πεζοδρομείτε | |
γ' πληθ. | πεζοδρομούν(ε) | πεζοδρομούσαν(ε) | θα πεζοδρομούν(ε) | να πεζοδρομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πεζοδρόμησα | θα πεζοδρομήσω | να πεζοδρομήσω | πεζοδρομήσει | ||
β' ενικ. | πεζοδρόμησες | θα πεζοδρομήσεις | να πεζοδρομήσεις | πεζοδρόμησε | ||
γ' ενικ. | πεζοδρόμησε | θα πεζοδρομήσει | να πεζοδρομήσει | |||
α' πληθ. | πεζοδρομήσαμε | θα πεζοδρομήσουμε | να πεζοδρομήσουμε | |||
β' πληθ. | πεζοδρομήσατε | θα πεζοδρομήσετε | να πεζοδρομήσετε | πεζοδρομήστε | ||
γ' πληθ. | πεζοδρόμησαν πεζοδρομήσαν(ε) |
θα πεζοδρομήσουν(ε) | να πεζοδρομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πεζοδρομήσει | είχα πεζοδρομήσει | θα έχω πεζοδρομήσει | να έχω πεζοδρομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πεζοδρομήσει | είχες πεζοδρομήσει | θα έχεις πεζοδρομήσει | να έχεις πεζοδρομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πεζοδρομήσει | είχε πεζοδρομήσει | θα έχει πεζοδρομήσει | να έχει πεζοδρομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πεζοδρομήσει | είχαμε πεζοδρομήσει | θα έχουμε πεζοδρομήσει | να έχουμε πεζοδρομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πεζοδρομήσει | είχατε πεζοδρομήσει | θα έχετε πεζοδρομήσει | να έχετε πεζοδρομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πεζοδρομήσει | είχαν πεζοδρομήσει | θα έχουν πεζοδρομήσει | να έχουν πεζοδρομήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεζοδρομώ