πεζοδρομημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπεζοδρομημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πεζοδρομημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πεζοδρομημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πεζοδρομημένος