πατωσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πατωσιά | οι | πατωσιές |
γενική | της | πατωσιάς | των | πατωσιών |
αιτιατική | την | πατωσιά | τις | πατωσιές |
κλητική | πατωσιά | πατωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπατωσιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του πάτωμα, δάπεδο
- (λαϊκότροπο) όροφος σε οικοδομή
- (λαϊκότροπο) (πρόχειρη) σκαλωσιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατωσιά
|