πατροῦχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπατροῦχος, -ος, -ον
- κληρονόμος του πατέρα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 57.4
- δικάζειν δὲ μούνους τοὺς βασιλέας τοσάδε μοῦνα· πατρούχου τε παρθένου πέρι, ἐς τὸν ἱκνέεται ἔχειν, ἢν μή περ ὁ πατὴρ αὐτὴν ἐγγυήσῃ, καὶ ὁδῶν δημοσιέων πέρι.
- Δικαστική δικαιοδοσία αποκλειστική έχουν οι βασιλιάδες μονάχα για τις εξής υποθέσεις: για τις παρθένες που μένουν μοναδικές κληρονόμοι του πατέρα τους, ποιός ταιριάζει να τις παντρευτεί, αν δεν τις έχει αρραβωνιάσει ο πατέρας τους, επίσης για τους δημόσιους δρόμους·
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ΣτΕ:Η έκφραση πατροῦχος παρθένος σημαίνει η επίκληρος, η μοναδική κληρονόμος της πατρικής περιουσίας.
- δικάζειν δὲ μούνους τοὺς βασιλέας τοσάδε μοῦνα· πατρούχου τε παρθένου πέρι, ἐς τὸν ἱκνέεται ἔχειν, ἢν μή περ ὁ πατὴρ αὐτὴν ἐγγυήσῃ, καὶ ὁδῶν δημοσιέων πέρι.
- ≈ συνώνυμα: ἐπίκληρος, παμῶχος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 57.4
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πατροῦχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πατροῦχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.