→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πατροῦχος τὸ πατροῦχον
      γενική τοῦ/τῆς πατρούχου τοῦ πατρούχου
      δοτική τῷ/τῇ πατρούχ τῷ πατρούχ
    αιτιατική τὸν/τὴν πατροῦχον τὸ πατροῦχον
     κλητική ! πατροῦχε πατροῦχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πατροῦχοι τὰ πατροῦχ
      γενική τῶν πατρούχων τῶν πατρούχων
      δοτική τοῖς/ταῖς πατρούχοις τοῖς πατρούχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πατρούχους τὰ πατροῦχ
     κλητική ! πατροῦχοι πατροῦχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πατρούχω τὼ πατρούχω
      γεν-δοτ τοῖν πατρούχοιν τοῖν πατρούχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πατροῦχος < πατρῷος (< πατήρ) + -οῦχος (< ἔχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

πατροῦχος, -ος, -ον

  • κληρονόμος του πατέρα
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 57.4
    δικάζειν δὲ μούνους τοὺς βασιλέας τοσάδε μοῦνα· πατρούχου τε παρθένου πέρι, ἐς τὸν ἱκνέεται ἔχειν, ἢν μή περ ὁ πατὴρ αὐτὴν ἐγγυήσῃ, καὶ ὁδῶν δημοσιέων πέρι.
    Δικαστική δικαιοδοσία αποκλειστική έχουν οι βασιλιάδες μονάχα για τις εξής υποθέσεις: για τις παρθένες που μένουν μοναδικές κληρονόμοι του πατέρα τους, ποιός ταιριάζει να τις παντρευτεί, αν δεν τις έχει αρραβωνιάσει ο πατέρας τους, επίσης για τους δημόσιους δρόμους·
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ΣτΕ:Η έκφραση πατροῦχος παρθένος σημαίνει η επίκληρος, η μοναδική κληρονόμος της πατρικής περιουσίας.
     συνώνυμα: ἐπίκληρος, παμῶχος

Συγγενικά

επεξεργασία