πατουλίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατουλίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική patulin < λατινική patulum
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.tuˈli.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐του‐λί‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατουλίνη θηλυκό
- (βιολογία, χημεία) μυκοτοξίνη παραγόμενη από μύκητες που σχετίζονται με τη σήψη φρούτων (μήλα, αχλάδια, ροδάκινα κ.λπ.)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Patulin στην αγγλική Βικιπαίδεια