Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρόλα οι παρόλες
      γενική της παρόλας
    αιτιατική την παρόλα τις παρόλες
     κλητική παρόλα παρόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική parola < γαλλική parole < υστερολατινική parabola < ελληνιστική κοινή παραβολή [1] (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρόλα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) παχειά λόγια (συνήθως στον πληθυντικό)
  2. τοπικό, για τη Δυτική Ελλάδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία