παρωτίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρωτίδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parotide < ελληνιστική κοινή παρωτίς από την αιτιατική παρωτίδα < (παρά) παρ- + (οὖς) ωτ- + -ίς (-ίδα) κυριολεκτικά: κοντά στο αφτί[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾoˈti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρω‐τί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρωτίδα θηλυκό
- (ανατομία) μεγάλος σιελογόνος αδένας
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε το πρόθημα ωτο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ωτο- στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παρωτίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας