παρθενωπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρθενωπός < ελληνιστική κοινή παρθενωπός < αρχαία ελληνική παρθένος + ὤψ
Επίθετο
επεξεργασίαπαρθενωπός
- (αρχαιοπρεπές) που μοιάζει (στην όψη) με παρθένο
- (μεταφορικά) χαριτωμένος ή θηλυπρεπής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρθενωπός
|