Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρθενωπός η παρθενωπή το παρθενωπό
      γενική του παρθενωπού της παρθενωπής του παρθενωπού
    αιτιατική τον παρθενωπό την παρθενωπή το παρθενωπό
     κλητική παρθενωπέ παρθενωπή παρθενωπό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρθενωποί οι παρθενωπές τα παρθενωπά
      γενική των παρθενωπών των παρθενωπών των παρθενωπών
    αιτιατική τους παρθενωπούς τις παρθενωπές τα παρθενωπά
     κλητική παρθενωποί παρθενωπές παρθενωπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρθενωπός < ελληνιστική κοινή παρθενωπός < αρχαία ελληνική παρθένος + ὤψ

  Επίθετο επεξεργασία

παρθενωπός

  1. (αρχαιοπρεπές) που μοιάζει (στην όψη) με παρθένο
  2. (μεταφορικά) χαριτωμένος ή θηλυπρεπής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία