παρθενωπά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρθενωπά < παρθενωπός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
παρθενωπά
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρθενωπά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παρθενωπά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρθενωπό