παρεπίδημος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρεπίδημος < ελληνιστική παρεπίδημος < αρχαία ελληνική παρεπίδημος
Επίθετο
επεξεργασίαπαρεπίδημος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ παρεπίδημος | τὸ παρεπίδημον | οἱ, αἱ παρεπίδημοι | τὰ παρεπίδημα |
Γενική | τοῦ, τῆς παρεπιδήμου | τοῦ παρεπιδήμου | τῶν παρεπιδήμων | τῶν παρεπιδήμων |
Δοτική | τῷ, τῇ παρεπιδήμῳ | τῷ παρεπιδήμῳ | τοῖς, ταῖς παρεπιδήμοις | τοῖς παρεπιδήμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν παρεπίδημον | τὸ παρεπίδημον | τοὺς, τὰς παρεπιδήμους | τὰ παρεπίδημα |
Κλητική | παρεπίδημε | παρεπίδημον | παρεπίδημοι | παρεπίδημα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | παρεπιδήμω | |||
Γενική-Δοτική | παρεπιδήμοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαρεπίδημος, -ος, -ον
- που μένει (προσωρινά) σε ξένο τόπο
- πάροικος καὶ παρεπίδημος ἐγώ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν (Γέννεσις, κγ', δ')
- εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, Κύριε, καὶ τῆς δεήσεώς μου, ἐνώτισαι τῶν δακρύων μου· μὴ παρασιωπήσῃς, ὅτι πάροικος ἐγώ εἰμι παρὰ σοὶ καὶ παρεπίδημος καθὼς πάντες οἱ πατέρες μου. (Ψαλμοί του Δαυίδ/ΛΗ)
- (ουσιαστικοποιημένο) ξένος