↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεπίδημος η παρεπίδημη το παρεπίδημο
      γενική του παρεπίδημου της παρεπίδημης του παρεπίδημου
    αιτιατική τον παρεπίδημο την παρεπίδημη το παρεπίδημο
     κλητική παρεπίδημε παρεπίδημη παρεπίδημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεπίδημοι οι παρεπίδημες τα παρεπίδημα
      γενική των παρεπίδημων των παρεπίδημων των παρεπίδημων
    αιτιατική τους παρεπίδημους τις παρεπίδημες τα παρεπίδημα
     κλητική παρεπίδημοι παρεπίδημες παρεπίδημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεπίδημος < ελληνιστική παρεπίδημος < αρχαία ελληνική παρεπίδημος

  Επίθετο

επεξεργασία

παρεπίδημος, -η, -ο

  1. ξένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ παρεπίδημος τὸ παρεπίδημον οἱ, αἱ παρεπίδημοι τὰ παρεπίδημα
Γενική τοῦ, τῆς παρεπιδήμου τοῦ παρεπιδήμου τῶν παρεπιδήμων τῶν παρεπιδήμων
Δοτική τῷ, τῇ παρεπιδήμῳ τῷ παρεπιδήμῳ τοῖς, ταῖς παρεπιδήμοις τοῖς παρεπιδήμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν παρεπίδημον τὸ παρεπίδημον τοὺς, τὰς παρεπιδήμους τὰ παρεπίδημα
Κλητική παρεπίδημε παρεπίδημον παρεπίδημοι παρεπίδημα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική παρεπιδήμω
Γενική-Δοτική παρεπιδήμοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεπίδημος < παρά + ἐπίδημος < ἐπί + δῆμος

  Επίθετο

επεξεργασία

παρεπίδημος, -ος, -ον

  1. που μένει (προσωρινά) σε ξένο τόπο
    • πάροικος καὶ παρεπίδημος ἐγώ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν (Γέννεσις, κγ', δ')
    • εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, Κύριε, καὶ τῆς δεήσεώς μου, ἐνώτισαι τῶν δακρύων μου· μὴ παρασιωπήσῃς, ὅτι πάροικος ἐγώ εἰμι παρὰ σοὶ καὶ παρεπίδημος καθὼς πάντες οἱ πατέρες μου. (Ψαλμοί του Δαυίδ/ΛΗ)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ξένος