Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραωριμασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παραωριμασμέν
ος
η
παραωριμασμέν
η
το
παραωριμασμέν
ο
γενική
του
παραωριμασμέν
ου
της
παραωριμασμέν
ης
του
παραωριμασμέν
ου
αιτιατική
τον
παραωριμασμέν
ο
την
παραωριμασμέν
η
το
παραωριμασμέν
ο
κλητική
παραωριμασμέν
ε
παραωριμασμέν
η
παραωριμασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παραωριμασμέν
οι
οι
παραωριμασμέν
ες
τα
παραωριμασμέν
α
γενική
των
παραωριμασμέν
ων
των
παραωριμασμέν
ων
των
παραωριμασμέν
ων
αιτιατική
τους
παραωριμασμέν
ους
τις
παραωριμασμέν
ες
τα
παραωριμασμέν
α
κλητική
παραωριμασμέν
οι
παραωριμασμέν
ες
παραωριμασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
παραωριμασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παραωριμάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραωριμασμένος
γαλλικά
:
trop mûr
(fr)